συκοφόρος

συκοφόρος
σῡκοφόρος , συκοφόρος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συκοφόρος — ον, Α 1. αυτός που παράγει σύκα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συκοφόρον συκοφορεῑον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • συκοφόρων — συκόφορος figbearing masc/fem/neut gen pl σῡκοφόρων , συκοφόρος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • συκοφορείον — τὸ, Α [συκοφόρος] καλάθι κατάλληλο για τη μεταφορά σύκων …   Dictionary of Greek

  • συκοφορώ — έω, Α [συκοφόρος] παράγω σύκα ή, κατ άλλους, μεταφέρω σύκα …   Dictionary of Greek

  • ԹԶԱԲԵՐ — (ի, աց.) NBH 1 0810 Chronological Sequence: 14c ա. συκοφόρος ficus ferens Որ բերէ կամ բուսուցանէ զթուզ. *Ի տեղւոջն, որ սիկէք անուանի, որ զմականունութիւնն ʼի թզաբեր ծառոցն ընկալաւʼʼ. (զի յն. սիգէ՛ է թզենիք.) Ոսկիփոր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”